- χαρβαλώνω
- Ν [χάρβαλο]ξεχαρβαλώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταχαρβαλώνω — (Μ) ξεχαρβαλώνω, εξαρθρώνω, αχρηστεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χαρβαλώνω «εξαρθρώνω»] … Dictionary of Greek
ξεχαρβαλώνω — 1. διαλύω με άτεχνο τρόπο αντικείμενο στα μέρη από τα οποία απαρτίζεται έτσι ώστε να μην ξαναφτειάχνεται 2. μέσ. ξεχαρβαλώνομαι εξαρθρώνομαι λόγω παλαιότητας ή κακού χειρισμού, δυσλειτουργώ, λειτουργώ κακώς 3. μτφ. διαταράσσω τον κανονικό ρυθμό… … Dictionary of Greek
χαλαβρώνω — Ν 1. (μτβ.) μετατρέπω κάτι σε ερείπιο 2. (αμτβ.) γίνομαι ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαβρο / χαλάβρα (πρβλ. και χαρβαλώνω)] … Dictionary of Greek